– Έχουμε υποθήκη, Λεν.
– Το διαμέρισμά μας είναι ενός δωματίου.
– Εγώ είμαι ο μόνος που δουλεύει.
– Λεν, έχεις τρελαθεί; Μόλις γεννήσαμε το δικό μας παιδί! – φώναξε ο Αλέξιεϊ, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα της ντουλάπας.
– Τι σόι υιοθεσία;
Η Έλενα στεκόταν στο παράθυρο, κοιτώντας τη μουντή φεβρουάριανη μέρα.
Το μαιευτήριο βρισκόταν στα όρια της μικρής τους πόλης, κι από το παράθυρο φαινόταν γκρίζα πενταόροφα κτίρια και γυμνοί κλάδοι δέντρων.
– Δεν τον έχεις δει, Λες.
– Τόσο μικρός… μόλις τριών μηνών, και ήδη κανείς δεν τον θέλει, – είπε τραβώντας τα χέρια της γύρω από τον εαυτό της, σαν για να ζεσταθεί.
Ήταν πριν από μια βδομάδα.
Η Έλενα ετοιμαζόταν να πάρει εξιτήριο με τη μικρή Ντάσα όταν άκουσε το κλάμα μωρού από διπλανό δωμάτιο.
Το κλάμα ήταν κάτι το ιδιαίτερο – κοφτό, χωρίς ελπίδα.
Σαν να γνώριζε ήδη το μωρό ότι κανείς δεν το άκουγε.
– Η μητέρα το παράτησε εδώ, μέσα στο μαιευτήριο, – ψιθύρισε η γριά μαία, η Ναντέζντα Πετρόβνα, βλέποντας το ενδιαφέρον της Έλενας.
– Βάνια τον λένε.
– Στο μεταξύ είναι γερόνι, απλώς χωρίς οικογένεια.
Από εκείνη τη μέρα κάτι έσπασε μέσα στην ψυχή της Έλενας.
Δεν μπορούσε πια να βλέπει ήρεμα τη δική της κορούλα, φανταζόμενη το μωρό δίπλα να είναι ακριβώς το ίδιο, μόνο χωρίς μητέρα.
Χωρίς τρυφερά λόγια, χωρίς χάδια, χωρίς αγάπη.
– Λες, ας μάθουμε τουλάχιστον για τα χαρτιά; Απλώς να ρωτήσουμε, – γύρισε στην πλευρά του ο Αλέξιεϊ.
– Ίσως είναι κάποιο σημάδι ότι μπορούμε να βοηθήσουμε…
– Σημάδι; – γέλασε πικρά ο Αλέξιεϊ.
– Σημάδι ότι μετά τη γέννα δεν έχεις μπει στα λογικά σου.
– Έχουμε υποθήκη, Λεν.
– Το διαμέρισμα είναι ενός δωματίου.
– Εγώ είμαι ο μοναδικός που δουλεύει.
– Τι σόι άλλο παιδί;
– Θα τα καταφέρουμε, – είπε η Έλενα επίμονη.
– Σε έξι μήνες θα επιστρέψω στο σχολείο, έχω ανώτατη κατηγορία…
– Α, – την διέκοψε ο Αλέξιεϊ.
– Μέχρι τότε θα θηλάζεις δύο μωρά.
– Ταυτοχρόνως.
– Μπορείς καν να φανταστείς τι θα πει αυτό;
Στο διάδρομο ακούστηκαν βήματα, και η Βικτόρια – σχολική φίλη της Έλενας – μπήκε στο δωμάτιο να την επισκεφτεί.
– Οικογενειακό συμβούλιο; – γύρισε να δει τα ανήσυχα πρόσωπα.
– Τι συμβαίνει;
– Η Λένα έχει τρελαθεί, – μουρμούρισε ο Αλέξιεϊ.
– Θέλει να πάρει και δεύτερο παιδί.
– Τώρα αμέσως.
– Τι δεύτερο; – δεν κατάλαβε η Βίκα και κάθισε στο άκρο του κρεβατιού.
– Ένας μικρός υπάρχει εδώ… εγκαταλελειμμένος, – η φωνή της Έλενας έτρεμε.
– Ο Βάνια.
– Μόλις τριών μηνών.
Η Βικτόρια φύσηξε: – Απίστευτο! Και τι λένε οι γιατροί;
– Τίποτα ακόμη, – κοίταξε τη σιγή του άντρα της.
– Δεν έχουμε ρωτήσει.
– Ο Λες λέει όχι.
– Φυσικά λέω όχι! – ξεφώνισε ο Αλέξιεϊ.
– Τουλάχιστον ένας άνθρωπος εδώ μέσα πρέπει να σκέφτεται με το μυαλό του! Μόλις έχει γεννηθεί το δικό μας παιδί, ούτε καν αυτό δεν το έχουμε κατασταλάξει, κι εσύ μιλάς για δεύτερο;
Η φωνή του είχε όχι μόνο οργή, αλλά κι αγωνία.
Ανησυχία για τη μεγάλη ευθύνη, για το άγνωστο, για τα πιθανά προβλήματα.
– Λες, καθίστε να μιλήσουμε ήρεμα, – πρότεινε η Βικτόρια.
– Ξεκουραστείτε.
Ο Αλέξιεϊ κάθισε σ’ ένα σκαμπό, έτριψε το πρόσωπό του: – Τι να πούμε; Είναι τρέλα.
– Γιατί τρέλα; – ρώτησε η Βίκα.
– Οι άνθρωποι αντέχουν και χειρότερα.
– Η συνάδελφός μου έχει τρία υιοθετημένα και ζουν χαρούμενα.
– Η συνάδελφός σου έχει έναν επιχειρηματία άντρα, αν δεν με απατά η μνήμη μου, – είπε ο Αλέξιεϊ πικρόχολα.
– Εγώ είμαι απλός μηχανικός.
– Και η δική μας κατοικία δεν είναι τριάρι αλλά ένα μονοδωματάκι.
– Το ζήτημα κατοικίας λύνεται, – σκέφτηκε η Βίκα.
– Μπορούμε να αξιοποιήσουμε το επίδομα μητρότητας…
– Βίκυ, μήπως και εσύ είσαι τρελή; – σηκώθηκε ο Αλέξιεϊ.
– Τι επίδομα μητρότητας; Τι υιοθεσία; Μόλις γεννήσαμε τη δική μας κόρη! Πρέπει να αφιερωθούμε σ’ εκείνη, όχι σ’ άλλα παιδιά!
Τότε η Ντάσα άρχισε να κλαίει.
Η Έλενα έτρεξε στην κούνια, πήρε τη μικρή στα χέρια της.
Η μπεμπούλα γαλήνεψε αμέσως, βυθίζοντας τη μουσούδα της στον ώμο της μαμάς.
– Να! – έδειξε ο Αλέξιεϊ.
– Αυτή είναι η πιο σημαντική σου φροντίδα, Λεν.
– Κι εσύ φαντάζεσαι άλλους ξένους ανθρώπους…
– Δεν είναι ξένοι, – είπε η Έλενα απαλά, νανουρίζοντας τη Ντάσα.
– Είναι παιδιά χωρίς κανέναν.
– Αυτή είναι όλη η διαφορά.
Το δωμάτιο έμεινε αιχμάλωτο σ’ ένα βαρύ σιωπητήριο.
Έμοιαζε να ακούγεται μόνο το απαλό ρυθμικό αναπνευσματάκι της Ντάσα και κάποιες βραχνές φωνές στον διάδρομο.
– Λες, – μίλησε επιτέλους η Βικτόρια.
– Λες, ας πάμε να τον δούμε; Δεν τον έχεις δει καθόλου.
– Γι’ αυτό; – ρώτησε κουρασμένα ο Αλέξιεϊ.
– Για να μην σου φανεί αργότερα ακόμα πιο δύσκολο να απορρίψεις αυτήν την τρέλα;
– Όχι, – είπε η Βίκα ήρεμα.
– Γιατί η γυναίκα σου τον έχει ήδη δει.
– Και πρέπει να καταλάβεις τι νιώθει.
– Αλλιώς θα μένετε για πάντα με αυτή τη συζήτηση να σας βασανίζει.
Ο Αλέξιεϊ κοίταξε το παράθυρο για πολλή ώρα.
Έπειτα γύρισε και είπε: – Εντάξει.
– Ας πάμε να δούμε.
– Αλλά αυτό δεν σημαίνει… καταλαβαίνεις, Λεν; Δε σημαίνει συμφωνία.
– Φυσικά, – συμφώνησε η Έλενα αμέσως.
– Απλώς να δούμε.
Άφησαν τη Ντάσα με τη Βικτόρια και κατέβηκαν στη διπλανή πτέρυγα.
Η γριά μαία, η Ναντέζντα Πετρόβνα, τους κοίταξε με κατανόηση: – Πάτε για τον Βάνια; Μείνετε εδώ, σε λογαράκι λεπτομέρειας.
Εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα και σύντομα επέστρεψε με ένα κουβάριασμα στα χέρια.
Ένα μικρό, αβοήθητο πλασματάκι με ψιλή σκοτεινή ξανθή τρίχα στην κορυφή.
– Να κι ο μικρός μας εγκαταλελειμμένος, – είπε τρυφερά η μαία.
– Θέλετε να τον κρατήσετε;
Η Έλενα κοίταξε τον άντρα της.
Εκείνος παρέμενε άλαλος, με τα μάτια πλατιά ανοιχτά.
– Άστο να δοκιμάσω εγώ, – είπε αποφασιστικά και άπλωσε τα χέρια της.
Ο Βάνια ήταν εκπληκτικά βαρύς.
Χασμουρήθηκε, τσίμπησε τα χείλη και ξεπρόβαλε αμυδρά τα μάτια του – σκούρα καστανά, σχεδόν μαύρα.
– Γειά σου, – ψιθύρισε η Έλενα.
Δεν κατάλαβε πότε κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό της.
– Λεν… – είπε ο Αλέξιεϊ με σπασμένη φωνή.
– Άστο και μένα.
Έσκυψε αμήχανα να τον πάρει, κρατώντας απαλά το κεφαλάκι.
Ο μικρός τον κοίταζε σοβαρά και προσεκτικά.
– Μοιάζει με τον αδελφούλη μου, – είπε ξαφνικά ο Αλέξιεϊ.
– Τον ίδιο βλοσυρό βλέμμα… σοβαρό για την ηλικία του.
– Εσύ είχες αδελφό; – ρώτησε η Έλενα έκπληκτη.
Ποτέ δεν είχε ακούσει για αδελφό του άντρα της στα πέντε χρόνια γάμου.
Ο Αλέξιεϊ σιωπούσε, κουνώντας αργά το κουβαράκι.
– Είχα.
– Κι έφυγε παιδάκι.
– Μόλις τεσσάρων ετών…
Η φωνή του έσπασε.
Η Έλενα έβαλε το χέρι της στο δικό του ώμο: – Γιατί δεν μίλησες ποτέ γι’ αυτό;
– Δεν ήθελα να γυρίσω τις πληγές… – διστακτικά.
– Η μαμά μετά το θάνατό του… έχασε κάπως το μυαλό της.
– Έλεγε ότι ήταν δικό της λάθος, ότι δεν τον πρόσεξε.
– Και μετά… ήρθα εγώ.
– Ένα αργοπορημένο, ανεπιθύμητο παιδί.
– Δεν μπόρεσε ποτέ να με αγαπήσει στ’ αλήθεια.
Τώρα πολλά έγιναν κατανοητά – η μόνιμη κλειστότητά του, οι δύσκολες σχέσεις με τη μητέρα, ο φόβος για δεύτερο παιδί…
– Συγγνώμη, – έκαμψε το βλέμμα η μαία.
– Πρέπει να τον ταΐσω τώρα.
Ο Αλέξιεϊ, με ευδιάκριτη απροθυμία, παρέδωσε το μωρό.
– Μπορούμε να ξανάρθουμε; – ρώτησε αβέβαια.
– Φυσικά, – του χαμογέλασε η μαία.
– Ελάτε πάλι. Πρέπει να συνηθίζει τους ανθρώπους.
Σιωπηλοί επέστρεψαν στο δωμάτιο.
Η Βίκα τους κοίταξε περίεργα: – Και;
– Δεν ξέρω, – χάιδεψε τον κρόταφό του ο Αλέξιεϊ.
– Είναι περίπλοκα.
– Κατά τη γνώμη μου, είναι απλό, – είπε η Βίκα.
– Βλέπετε ένα υγιέστατο, όμορφο αγοράκι.
– Και σας αγάπησε φανερά.
– Δεν είναι μόνο αυτό, – κούνησε το κεφάλι ο Αλέξιεϊ.
– Είναι ζήτημα ευθύνης.
– Ζήτημα ετοιμότητας.
– Κι επιλογών, τελικά.
– Όταν έρχεται ένα απρόβλεπτο παιδί, έχουν όλα υπολογιστεί; – γέλασε η Βίκα.
– Η ζωή είναι απρόβλεπτη.
– Το κύριο είναι η θέληση κι η αγάπη.
– Το υπόλοιπο έρχεται από μόνο του.
Στα λόγια της υπήρχε αλήθεια.
Η Έλενα κοίταξε τη δική της κοιμισμένη κορούλα και μετά τον άντρα της: – Λες, ας μάθουμε τι χρειάζεται για τα χαρτιά; Τίποτα κακό δε θα συμβεί αν ρωτήσουμε.
Ο Αλέξιεϊ σιώπησε ξανά.
Ύστερα αναστέναξε βαριά: – Εντάξει.
– Πάμε να μάθουμε.
– Αλλά τσίμπα: δεν σημαίνει…
– Φυσικά όχι, – συμφώνησε γρήγορα η Έλενα.
– Απλώς να ρωτήσουμε.
Τις επόμενες εβδομάδες τις πέρασαν συζητώντας, συμβουλευόμενοι δικηγόρους και συγκεντρώνοντας χαρτιά.
Ενώ η Έλενα συνήθιζε την μητρότητα, ο Αλέξιεϊ, προς έκπληξή της, ανέλαβε το μεγαλύτερο φόρτο της γραφειοκρατίας.
– Ξέρεις, – είπε μια βραδιά, νανουρίζοντας τη Ντάσα που έκλαιγε, – σκέφτηκα… Μήπως πρέπει να ρισκάρουμε στ’ αλήθεια;
Η Έλενα έμεινε με το μπιμπερό στο χέρι: – Το εννοείς;
– Πάρα πολύ, – απάντησε ο Αλέξιεϊ με ένα στενάχωρο χαμόγελο.
– Σκέφτηκα πολύ για την παιδική μου ηλικία, για τον αδελφό μου… Ξέρεις τι φοβόμουν πιο πολύ;
– Ότι δε θα τα κατάφερνα.
– Ότι θα ήμουν κακός πατέρας.
– Ότι θα έκανα τα ίδια λάθη με τη μητέρα μου.
– Λες…
– Άστο με να τελειώσω, – τον διέκοψε η Έλενα.
– Την πρώτη φορά που πήρα την Ντάσα στην αγκαλιά μου, κατάλαβα ότι όλοι αυτοί οι φόβοι είναι ανόητοι.
– Γιατί η αγάπη… ή υπάρχει ή δεν υπάρχει.
– Δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να σχεδιαστεί.
– Και όταν είδα τον Βάνια… – σταμάτησε ο Αλέξιεϊ.
– Κατάλαβα ότι δεν μπορώ να τον αφήσω έτσι απλώς.
– Να τον ξεχάσω.
– Να τον διαγράψω.
Η Έλενα πλησίασε, τον αγκάλιασε: – Σε λατρεύω.
– Κι εγώ εσένα, – γύρισε να την κοιτάξει.
– Αλλά τσίμπα: θα είναι πολύ δύσκολο.
– Κάποιες φορές αβάσταχτο.
– Θα τα καταφέρουμε, – είπε εκείνη με σιγουριά.
– Μαζί θα τα καταφέρουμε.
Τα κατάφεραν στ’ αλήθεια.
Παρά τις δυσκολίες, τις άυπνες νύχτες, τα οικονομικά προβλήματα και τα σκληρά βλέμματα κάποιων συγγενών.
Ο Βάνια αποδείχτηκε ένα ασυνήθιστα ήρεμο μωρό.
Σαν να ήξερε πόσο σημαντικό ήταν να μη φορτωθεί με άλλες ανησυχίες τους νέους του γονείς.
– Είστε τυχεροί με τον χαρακτήρα του, – έλεγε η Ναντέζντα Πετρόβνα όταν ερχόταν στο σπίτι τους.
– Δεν είναι κάθε εγκαταλελειμμένο παιδί έτσι.
– Καταλαβαίνεις ότι έχει μια καλή ψυχή.
Το πιο δύσκολο ήταν με τη μαμά του Αλέξιεϊ.
Η Μαρίνα Νικολάγιεβνα ξέσπασε σε υστερία όταν έμαθε την απόφαση του γιου της:
– Είστε τρελοί! – φώναζε, κουνώντας τα χέρια της.
– Και παίρνετε ξένο παιδί στο σπίτι σας!
– Αν είναι φορέας κάποιας νόσου;
– Και η δική μας κόρη;
– Μαμά, – είπε η Έλενα απαλά.
– Θυμάσαι την Σάσα;
Η Μαρίνα σιώπησε απότομα.
Το πρόσωπό της σκλήρυνε: – Τι σχέση έχει η Σάσα με αυτό;
– Ότι κάθε παιδί μπορεί να φύγει.
– Και κάθε παιδί μπορεί να ζήσει.
– Δεν είναι θέμα γονιδίων, μαμά.
– Είναι θέμα αγάπης.
Μετά απ’ αυτή τη συζήτηση, κάτι στις σχέσεις τους ράγισε.
Αλλά ο Αλέξιεϊ αναστέναξε ανακουφισμένος: – Ξέρεις, – είπε στην Έλενα, – όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες της.
– Να είμαι ο σωστός γιος.
– Ο βολικός.
– Τώρα… τώρα απλώς θέλω να είμαι ευτυχισμένος.
– Και να κάνω ευτυχισμένους εσάς.
Ο χρόνος πετούσε.
Τα παιδιά μεγάλωναν και χάριζαν χαμόγελα με κάθε καινούργια κατάκτηση.
Η Ντάσα αναδείχτηκε ζωντανό, δραστήριο κορίτσι – παπαδίτσα του μπαμπά της.
Κι ο Βάνιας… μεγάλωνε με μια σοφία πέρα από τα χρόνια του.
Σαν η πρώιμη θλίψη της εγκατάλειψης να του είχε χαρίσει κάτι μοναδικό.
– Μαμά, – ρώτησε μια βραδιά στα πέντε του.
– Αλήθεια, με βρήκες στο νοσοκομείο;
Η Έλενα πάγωσε.
Δεν έκρυβαν ποτέ την αλήθεια για την υιοθεσία, αλλά ούτε την τόνιζαν.
– Αλήθεια, αγάπη μου, – απάντησε προσεκτικά.
– Και γιατί ρωτάς;
– Η Ντάσα καυχιόταν στην αυλή ότι ήταν στην κοιλιά σου, – είπε σοβαρά ο Βάνιας.
– Και σκεφτόμουν… ίσως είμαι ο πιο τυχερός;
– Επειδή με διάλεξες εσύ.
– Με αγάπη.
Ένα σφίξιμο απογείωσε τη φράση της.
Έσφιξε το γιο της στην αγκαλιά της και βύθισε τη μύτη της στα πυκνά, ατίθασα μαλλιά του: – Φυσικά από αγάπη, καρδιά μου.
– Με την πρώτη ματιά.
Δέκα χρόνια πέρασαν.
Το μονοδωματάκι τους έγινε ένα ζεστό τριάρι στα περίχωρα – ξαναπήραν υποθήκη, αλλά τα κατάφεραν.
Η Έλενα γύρισε στο σχολείο, όχι απλώς ως καθηγήτρια, αλλά ως υποδιευθύντρια για την αγωγή μαθητών.
Ο Αλέξιεϊ προήχθη στο εργοστάσιο.
Τα παιδιά μεγάλωναν.
Φυσικά, δεν ήταν όλα ρόδινα.
Υπήρξαν φωνές, πίκρες, στιγμές απελπισίας.
Όμως τα ξεπερνούσαν – μαζί, στηρίζοντας ο ένας τον άλλο, βρίσκοντας δύναμη στην αγάπη τους και στην πίστη στην επιλογή τους.
Ώσπου ήρθε κάτι που τους γύρισε τη ζωή ανάποδα για άλλη μια φορά.
– Φαντάζεσαι, – είπε μια μέρα η Βικτόρια τρέχοντας για τσάι, – υπάρχει ένα κορίτσι στο σχολείο μας, ορφανό.
– Δεκατέσσερις χρονών, έξυπνη, άριστη μαθήτρια… Κλείνουν το ίδρυμα, κι κανείς δεν την παίρνει – όσο μεγαλώνει, τόσο μένει πίσω.
– Και τι θα της γίνει; – ανησύχησε η Έλενα.
– Θα τη μεταφέρουν σε άλλο ίδρυμα, – στεναχώρηθηκε η Βίκα.
– Κρίμα.
– Είναι στην τάξη μου στα μαθηματικά, ταλέντο…
Η Έλενα κοίταξε τον άντρα της.
Κι είδε στα μάτια του ότι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα.
– Βίκα, – άρχισε προσεκτικά.
– Μπορούμε να τη γνωρίσουμε;
Κι έτσι ήρθε η Νάστια στην οικογένειά τους.
Ένα κοκαλιάρικο κορίτσι με σοβαρά γκρι μάτια και πλεξουδίτσες χρώματος ώριμου σταχυού.
Έκανε καιρό να συνηθίσει ότι μπορεί να έχει μια οικογένεια.
Μια αληθινή, γεμάτη αγάπη, έτοιμη να την δεχτεί όπως ακριβώς ήταν.
– Ξέρετε, – είπε μια φορά στο δείπνο, – δεν πίστευα ποτέ στα θαύματα.
– Και τώρα… τώρα πιστεύω.
Ο Αλέξιεϊ την έσφιξε στην αγκαλιά του και την φίλησε στο κεφαλάκι: – Και δικαίως πιστεύεις, κορίτσι μου.
– Γιατί η αληθινή αγάπη είναι πάντα ένα θαύμα.
Η ιστορία τους δεν ήταν απλή.
Όμως ήταν γνήσια – με όλες τις δυσκολίες, τις αμφιβολίες, τις νίκες και τις ήττες.
Μια ιστορία για το πώς ένα τυχαίο βλέμμα μπορεί να αλλάξει όχι μόνο τη ζωή σου, αλλά και τις ζωές των άλλων.
Για το ότι η αγάπη δεν μετριέται σε γονίδια ή συγγένεια αίματος.
Για το ότι μερικές φορές πρέπει απλώς να εμπιστευτείς την καρδιά σου και να κάνεις ένα βήμα προς το άγνωστο.