Ήταν καλοκαίρι. Δούλευα τότε σε ένα κατάστημα αισθητικής. Κάθε μέρα έβλεπα ένα έφηβο αγόρι να κάθεται. Απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν 12 ετών, όχι παραπάνω. Ζητούσε χρήματα. Ήταν ιδιαίτερα βροχερός, κρύος και συννεφιασμένος εκείνη την ημέρα.
Το αγόρι καθόταν πάλι δίπλα στο φαρμακείο, ούτε ο καιρός δεν τον σταματούσε. Οι φίλοι μου από τη δουλειά και εγώ αποφασίσαμε να τον καλέσουμε μέσα για να ζεσταθεί. Του δώσαμε φαγητό και ένα ποτό.
Πολλοί άνθρωποι περιφρονούν τους ζητιάνους, αλλά αυτός ο άνθρωπος αποδείχτηκε τρομερά καλός, ευγενικός και ανοιχτός. Το όνομά του ήταν Μπόρις. Ζει με τη γιαγιά του, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και η μητέρα του πέθανε.
Έχει ακόμα μια μεγαλύτερη αδελφή, αλλά αυτή παντρεύτηκε και μετακόμισε σε άλλη πόλη. Κάθισε μαζί μας μέχρι το κλείσιμο και μετά πήγε σπίτι του. Την επόμενη μέρα το αγόρι επανεμφανίστηκε στο κατώφλι του καταστήματος. Στα χέρια του κρατούσε δύο κουλούρια, χυμό και ένα πακέτο ηλιόσπορους. Μας χαιρέτησε και μας τα έδωσε λέγοντας :
– Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να σας ευχαριστήσω…
Έκλαψα αμέσως, δεν μπορούσα να το σταματήσω ούτε καν να πω κάτι. Αμέσως μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια “όποιος έχει λιγότερα, δίνει περισσότερα”. Οπότε εδώ είναι.